Βενετία Πλούσια Πόλη σε όλη την Ιστορία της
Η Βενετία (ιταλικά: Venezia) είναι πόλη της Ιταλίας χτισμένη πάνω σε μια ομάδα 118 μικρών νησιών που χωρίζονται από κανάλια και ενώνονται μεταξύ τους με γέφυρες.
Είναι πρωτεύουσα της Περιφέρειας του Βένετο και βρίσκεται στην ομώνυμη ελώδη λιμνοθάλασσα που απλώνεται κατά μήκος της ακτογραμμής μεταξύ των εκβολών των ποταμών Πάδου (Πο) και Πιάβε. Η Βενετία είναι φημισμένη για την ομορφιά της τοποθεσίας της, την αρχιτεκτονική της και τα έργα τέχνης της.Ολόκληρη η πόλη είναι καταγεγραμμένη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μαζί με τη λιμνοθάλασσά της.
Το 2009 οι κάτοικοι του Δήμου της Βενετίας ήταν 270.098 (ο εκτιμώμενος πληθυσμός 272.000 κατοίκων περιλαμβάνει τον πληθυσμό όλου του Δήμου της Βενετίας: περίπου 60.000 στην ιστορική πόλη της Βενετίας (Τσέντρο στόρικο), περίπου 176.000 στην Τεραφέρμα (την «Ξηρά»), κυρίως στα μεγάλα διαμερίσματα Μέστρε και Μαργκέρα, και 31.000 σε άλλα νησιά της λιμνοθάλασσας. Με την Πάντοβα και το Τρεβίζο η πόλη περιλαμβάνεται στη Μητροπολιτική Περιοχή Πάδοβα-Τραβίζο-Βενετία (πληθυσμός 1.660.000).
Το όνομα προέρχεται από τον αρχαίο λαό των Βένετων, που κατοίκησαν την περιοχή από τον 10ο αιώνα π.Χ.Η πόλη υπήρξε στην ιστορία πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Βενετίας. Είναι γνωστή ως «Γαληνοτάτη», «Βασίλισσα της Αδριατικής», «Πόλη του Νερού», «Πόλη των Μασκών», «Πόλη των Γεφυρών», «Επιπλέουσα Πόλη» και «Πόλη των Καναλιών».
Η Δημοκρατία της Βενετίας υπήρξε πολύ μεγάλη ναυτική δύναμη κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, ορμητήριο για τις Σταυροφορίες και τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, καθώς και πολύ σημαντικό κέντρο εμπορίου (ιδιαίτερα μεταξιού, σιτηρών και μπαχαρικών) και τέχνης από τον 13ο μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα. Αυτό κατέστησε τη Βενετία πλούσια πόλη σε όλη την ιστορία της.Είναι επίσης γνωστή για τα αρκετά καλλιτεχνικά της κινήματα, ιδιαίτερα στην περίοδο της Αναγέννησης. Η Βενετία διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της συμφωνικής μουσικής και της όπερας, ενώ αποτελεί γενέτειρα του Αντόνιο Βιβάλντι.
Προέλευση
Μολονότι δεν υπάρχουν ιστορικές αναφορές, σχετικές με τους πρώτους αιώνες της Βενετίας , η παράδοση και οι υπάρχουσες μαρτυρίες έχουν κάνει αρκετούς ιστορικούς να συμφωνήσουν ότι ο αρχικός πληθυσμός της Βενετίας αποτελούνταν από πρόσφυγες από Ρωμαϊκές πόλεις κοντά στη Βενετία, όπως οι Πάντοβα, Ακυληία, Τρεβίζο, Αλτίνο και Κονκόρντια (σημερινό Πόρτογκουάρο) και από την ανυπεράσπιστη ύπαιθρο που τρέπονταν σε φυγή από διαδοχικά κύματα εισβολών Γερμανών και Ούννων.Μερικές ύστερες Ρωμαϊκές πηγές αποκαλύπτουν την ύπαρξη ψαράδων στα νησιά της αρχικής ελώδους λιμνοθάλασσας. Αναφέρονταν ως «κάτοικοι της λιμνοθάλασσας». Η παραδοσιακή ίδρυση ταυτοποιείται με την αφιέρωση της πρώτης εκκλησίας, του Σαν Τζάκομο στο νησάκι του Ριάλτο (Ριβοάλτο, «Ψηλή Όχθη»), που λέγεται ότι έγινε το μεσημέρι της 25ης Μαρτίου του 421.
Η τελευταία και μονιμότερη μετανάστευση στο βορρά της Ιταλικής Χερσονήσου ήταν εκείνη των Λομβαρδών το 568, αφήνοντας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια λεπτή λωρίδα ακτής στο σημερινό Βένετο, περιλαμβανομένης της Βενετίας. Το Ρωμαϊκό/Βυζαντινό έδαφος οργανώθηκε ως Εξαρχάτο της Ραβέννας διοικούμενο από αυτό το αρχαίο λιμάνι και επιτηρούμενο από ένα αντιβασιλέα (τον Έξαρχο), διορισμένο από τον Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η Ραβέννα και η Βενετία συνδέονταν μόνο δια θαλάσσης, και με την απομονωμένη θέση της Βενετίας επήλθε μεγαλύτερη αυτονομία. Δημιουργήθηκαν νέα λιμάνια, μεταξύ αυτών εκείνα στο Μαλαμόκο και στο Τορτσέλο στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Οι tribuni maiores, η αρχαιότερη κεντρική υπάρχουσα κυβερνητική επιτροπή των νησιών στη Λιμνοθάλασσα, χρονολογείται από το 568.
Οι Βενετοί πρόσφεραν άσυλο στον Έξαρχο Παύλο, από την δίωξη του Λομβαρδού Λιουτπράνδου, που έγινε έτσι παραδοσιακά ο πρώτος δόγης της Βενετίας, Πάολο Λούτσιο Αναφέστο, με διάδοχο το Μαρτσέλο Τεγκαλιάνο, τον magister militum (Στρατηγό, επί λέξει «Άρχοντα των Στρατιωτών»). Το 726, οι στρατιώτες και οι πολίτες του Εξαρχάτου οδηγήθηκαν σε εξέγερση λόγω της εικονομαχίας μετά από παρότρυνση του Πάπα Γρηγορίου Γ΄. Ο Έξαρχος δολοφονήθηκε και πολλοί αξιωματούχοι διέφυγαν εν μέσω του χάους. Εκείνο περίπου το διάστημα οι κάτοικοι της λιμνοθάλασσας εξέλεξαν το δικό τους ηγέτη για πρώτη φορά, αν και δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση αυτής της ανάρρησης με τις εξεγέρσεις. Ο Όρσο επρόκειτο να είναι ο πρώτος από 117 «δόγηδες» («δόγης» είναι η εξέλιξη στη Βενετική διάλεκτο του λατινικού «δουξ» (ηγέτης)). Ανεξάρτητα από τις αρχικές του απόψεις ο Όρσο υποστήριξε την επιτυχή εκστρατεία του Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ να ανακαταλάβει τη Ραβέννα, αποστέλλοντας τόσο άνδρες όσο και πλοία. Σε αναγνώριση αυτού δόθηκαν στη Βενετία «πολλά προνόμια και παραχωρήσεις» και ο Όρσο, που είχε συνδράμει προσωπικά, χρίστηκε από το Λέοντα ως δουξ και του δόθηκε ο πρόσθετος τίτλος του ύπατου.
Η Βυζαντινή κυριαρχία στην κεντρική και βόρεια Ιταλία τερματίστηκε αργότερα κυρίως με την κατάκτηση του Εξαρχάτου της Ραβέννας το 751 από τον Αϊστούλφο. Τότε ο Λομβαρδός Βασιλιάς Αϊστούλφος κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του Εξαρχάτου της Ραβέννας, αφήνοντας τη Βενετία ένα μοναχικό και όλο και περισσότερο αυτόνομο Βυζαντινό προπύργιο. Την περίοδο αυτή η έδρα του τοπικού Βυζαντινού κυβερνήτη («δούκα», αργότερα «δόγη») βρισκόταν στο Μαλαμόκο. Η αποίκηση των νησιών στη λιμνοθάλασσα πιθανόν αυξανόταν σε αντιστοιχία με τη Λομβαρδική κατάκτηση των Βυζαντινών εδαφών, καθώς πρόσφυγες αναζητούσαν άσυλο στην πόλη της λιμνοθάλασσας. Το 775/776 δημιουργήθηκε η επισκοπική έδρα του Ολίβολο (Ηλίπολις). Επί του Δούκα Ανιέλο Παρτετσιπάτσιο (811–827) η έδρα των δουκών μετακινήθηκε από το Μαλαμόκο στο καλά προστατευμένο Ριάλτο, τη σημερινή θέση της Βενετίας. Στη συνέχεια χτίστηκαν εδώ το μοναστήρι του Αγίου Ζαχαρία και το πρώτο Παλάτι των Δόγηδων και η βασιλική του Αγίου Μάρκου, καθώς και τείχη (civitatis murus) μεταξύ του Oλίβολο και του Ριάλτο. Οι φτερωτοί λέοντες, που μπορείτε να δείτε σε όλη τη Βενετία και σε πολλά άλλα μέρη, των κτήσεών της στην Ελλάδα περιλαμβανομένων, είναι σύμβολο του Αγίου Μάρκου.
Ο Καρλομάγνος ήταν αρχικά εχθρικός προς τη Βενετία και επεδίωκε να υποτάξει την πόλη στην εξουσία του. Έδωσε εντολή στον Πάπα να διώξει τους Βενετούς από την Πεντάπολη κατά μήκος της Αδριατικής ακτής,[15] (από Ρίμινι ως Αγκόνα) ενώ ο ίδιος ο γιος του Καρλομάγνου, Πεπίνος της Ιταλίας, βασιλιάς των Λομβαρδών υπό τις διαταγές του πατέρα του, ξεκίνησε πολιορκία της ίδιας της Βενετίας. Αυτή όμως αποδείχθηκε, τελικώς, μεγάλη αποτυχία. Συγκεκριμένα, η πολιορκία διήρκεσε έξι μήνες, με το στρατό του Πεπίνου να αποδεκατίζεται από τις ασθένειες των ελών της περιοχής και τελικά αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε ο ίδιος ο Πεπίνος, καθώς φαίνεται από κάποια αρρώστια που τον μόλυνε εκεί. Στη συνέχεια μια συμφωνία μεταξύ Καρλομάγνου και Νικηφόρου αναγνώριζε τη Βενετία ως Βυζαντινό έδαφος καθώς και τους εμπορικούς σταθμούς της πόλης στις ακτές της Αδριατικής.
Το 828 το γόητρο της νέας πόλης μεγάλωσε με την απόκτηση των θεωρουμένων λειψάνων του Αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή από την Αλεξάνδρεια, που τοποθετήθηκαν στη νέα βασιλική. Η πατριαρχική έδρα μεταφέρθηκε επίσης στο Ριάλτο. Το ότι η κοινότητα συνέχιζε να αναπτύσσεται και η Βυζαντινή εξουσία αδυνάτιζε οδήγησε σε μεγαλύτερη αυτονομία και στην τελική ανεξαρτησία.
Δημοψήφισμα 2014
Στις 16-21 Μαρτίου 2014 διεξήχθη ανεπίσημο διαδικτυακό δημοψήφισμα για το καθεστώς της Βενετίας. Η διαδικασία έγινε γνωστή και ως “Plebiscito.eu” και οργανώθηκε από τη βενετική οργάνωση Plebiscite 2013. Σύμφωνα με την τελευταία, ψήφισαν 2,36 εκατομμύρια Βενετοί (63,2% του συνόλου των εγγεγραμμένων) , ενώ το 89,1% εξ αυτών (που αντιστοιχεί στο 56,6% του συνόλου των εγγεγραμμένων ) υπερψήφισαν την πρόταση για ανεξαρτησία του Βένετο.Συνακόλουθα, η οργάνωση P2013 κήρυξε την ανεξαρτησία της Βενετίας από την Ιταλία στο Τρεβίζο τη νύχτα της 21ης Μαρτίου.
Κατά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος εξελέγησαν και 10 «αντιπρόσωποι για την ανεξαρτησία», με πρώτο σε ψήφους τον Τζιανλούκα Μπουζάτο (135.306 ψήφοι). Οι συμμετέχοντες στο δημοψήφισμα τάχθηκαν επίσης υπέρ της υιοθέτησης του ευρώ (51,4%), της ένταξης στην ΕΕ (55,7% υπέρ) και υπέρ της ένταξης της Βενετίας στο NATO (64,5%). Ωστόσο, η συμμετοχή στις ερωτήσεις αυτές ήταν χαμηλότερη από το ερώτημα για την ανεξαρτησία (24,6%, 22,3% και 19,8%, αντίστοιχα)
Θεμέλια
Τα κτίρια της Βενετίας είναι κατασκευασμένα πάνω σε πυκνά τοποθετημένους ξύλινους πασσάλους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ακόμη άθικτοι μετά από αιώνες καταβύθισης. Τα θεμέλια στηρίζονται στους πασσάλους και τα κτίρια από τούβλα ή πέτρα επικάθονται σε αυτές τις βάσεις. Οι πάσσαλοι διαπερνούν ένα μαλακότερο στρώμα άμμου και λάσπης μέχρι να φτάσουν σε ένα πολύ σκληρότερο στρώμα συμπιεσμένης αργίλου.
Βυθισμένο στο νερό, σε συνθήκες μειωμένου οξυγόνου, το ξύλο δεν σαπίζει τόσο γρήγορα όσο στην επιφάνεια. Σκληραίνει ως αποτέλεσμα της συνεχούς ροής νερού πλούσιου σε μέταλλα γύρω του και μέσα του, έτσι ώστε αποκτά μια δομή σαν πέτρα.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους πασσάλους έγιναν από κορμούς κλήθρων,[30] ένα ξύλο γνωστό για την αντοχή του στο νερό.Τα κλήθρα προέρχονταν από το δυτικότερο τμήμα της σημερινής Σλοβενίας (με αποτέλεσμα τα απογυμνωμένα εδάφη της περιοχής Κρας), από δύο περιοχές της Κροατίας, Λίκα και Γκόρσκι Κόταρ (με αποτέλεσμα τις γυμνές πλαγιές του Βέλεμπιτ) και από το νότιο Μαυροβούνιο. Ο Λεονίντ Γκριγκόριεφ αναφέρει ότι Ρωσική λάριξ εισαγόταν για την κατασκευή μερικών θεμελιώσεων στη Βενετία.Η λάριξ χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή νεφτιού της Βενετίας.
Τουρισμός
Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου και το Παλάτι των Δόγηδων
Η Βενετία είναι μία ρομαντική, τουριστική πόλη, απαράλλακτη στο χρόνο. Είναι ένας από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς στον κόσμο για τις φημισμένες της τέχνες και αρχιτεκτονική.Η πόλη δέχεται έναν μέσο όρο 50.000 τουριστών την ημέρα (εκτίμηση 2007). Θεωρείται ως μία από τις ομορφότερες πόλεις στον κόσμο. Καταφέρνει να επιζεί παρά το γεγονός ότι είναι χτισμένη σε μία σειρά από λασπώδεις όχθες ανάμεσα στα παλιρροϊκά νερά της Αδριατικής και συχνά πλημμυρίζει. Κάποτε ήταν μία πανισχυρη εμπορική και ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο αλλά σήμερα έχει αποκτήσει διαφορετικό χαρακτήρα. Τα παλάτσι της έχουν γίνει καταστήματα, ξενοδοχεία και διαμερίσματα, οι αποθήκες της έχουν μετατραπεί σε μουσεία και οι μονές της σε κέντρα αποκατάστασης έργων τέχνης. Ωστόσο, λίγα οικοδομήματα έχουν αλλάξει τα τελευταία 200 χρόνια. Ένας προπολεμικός οδηγός της πόλης είναι το ίδιο χρήσιμος σήμερα όσο και την εποχή που εκδόθηκε, πράγμα σπάνιο για μια περιοχή της ηπείρου που σημαδεύτηκε από τους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεταπολεμική ανάπτυξη. Περισσότεροι από 12.000.000 άνθρωποι το χρόνο επισκέπτονται την πόλη, που οι δρόμοι της είναι γεμάτοι νερό και όπου το παρελθόν είναι πιο εμφανές από το παρόν.
Γόνδολα και γονδολιέρης στο Μεγάλο Κανάλι
Ο τουρισμός αποτελεί μείζονα τομέα της οικονομίας της Βενετίας από το 18ο αιώνα, οπότε ήταν μείζον κέντρο του Γκραντ Τουρ, με το όμορφο τοπίο της, τη μοναδικότητα και την πλούσια μουσική και καλλιτεχνική πολιτιστική κληρονομιά. Το 19ο αιώνα, έγινε μοδάτο κέντρο για τους πλούσιους και διάσημους, που συχνά διέμεναν ή δειπνούσαν σε πολυτελή μέρη, όπως το Ξενοδοχείο Ντανιέλι και το Καφέ Φλοριάν. Εξακολούθησε να είναι μοδάτη πόλη του συρμού μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.Τη δεκαετία του 1980, αναβίωσε το Καρναβάλι της Βενετίας και η πόλη έχει γίνει μέγα κέντρο διεθνών συνεδρίων και φεστιβάλ, όπως η αναγνωρισμένου κύρους Μπιενάλε της Βενετίας και το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, που προσελκύουν επισκέπτες από όλο τον κόσμο για τις θεατρικές, πολιτιστικές, κινηματογραφικές, καλλιτεχνικές και μουσικές παραγωγές τους.
Σήμερα υπάρχουν πολλά αξιοθέατα στη Βενετία, όπως η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, το Μεγάλο Κανάλι, και η Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Το Λίντο της Βενετίας είναι επίσης ένας δημοφιλής διεθνής πολυτελής προορισμός που προσελκύει χιλιάδες ηθοποιούς, κριτικούς, επώνυμους και κυρίως ανθρώπους της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η πόλη βασίζεται επίσης πολύ στην επιχείρηση της κρουαζιέρας.
Εντούτοις, η δημοφιλία της Βενετίας ως μείζονος παγκόσμιου τουριστικού προορισμού έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα, μεταξύ αυτών το γεγονός ότι η πόλη μπορεί να είναι κατάμεστη μερικές φορές το χρόνο. Από όλους θεωρείται τουριστική παγίδα και από άλλους «ζωντανό μουσείο».Σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα μέρη στη Δυτική Ευρώπη και τον κόσμο, η Βενετία έχει γίνει ευρέως γνωστή για το στοιχείο της της «γοητευτικής παρακμής». Πολλά από τα διαμερίσματα της πόλης ανήκουν σε πλούσιους ξένους, που τα χρησιμοποιούν για δύο ή τρεις εβδομάδες το χρόνο. Ο ανταγωνισμός των ξένων να αγοράσουν σπίτια στη Βενετία έχει κάνει τις τιμές τόσο υψηλές ώστε πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται να μετακομίσουν σε πιο προσιτές περιοχές του Βένετο και της Ιταλίας, κυρίως το Μέστρε.
Μόδα και αγορές
Το 14ο αιώνα πολλοί Βενετσιάνοι άρχισαν να φορούν εφαρμοστά πολύχρωμα κολάν, των οποίων τα σχέδια υποδήλωναν την Compania della Calza («Λέσχη Παντελονιού») στην οποία ανήκαν. Η Γερουσία της Βενετίας ψήφισε νόμους κανονιστικούς των δαπανών, αλλά αυτό είχε απλά ως αποτέλεσμα αλλαγές στη μόδα για να παρακάμψουν το νόμο. Βαρετά ρούχα φοριόνταν πάνω από πολύχρωμα, που κατόπιν κόβονταν για να φανούν τα κρυμμένα χρώματα με αποτέλεσμα την ευρεία χρήση της αντρικής μόδας με «κοψίματα» το 15ο αιώνα. Σήμερα η Βενετία είναι επίσης μεγάλο Ιταλικό κέντρο μόδας και εμπορικό, όχι σημαντικό όσο το Μιλάνο, η Φλωρεντία και η Ρώμη, αλλά εφάμιλλο του Τουρίνου, της Νάπολης και της Γένοβας. Ο οίκος «Ρομπέρτα ντι Καμερίνο» είναι ο μόνος μεγάλος Ιταλικός οίκος μόδας που εδρεύει στη Βενετία. Ιδρυμένος το 1945 είναι γνωστός για τις καινοτόμες τσάντες του που διαθέτουν υλικό από Βενετσιάνους τεχνίτες και συνήθως καλύπτονται με τοπικό ύφασμα από βελούδο και έχει πιστωθεί με την ιδέα της εύκολα αναγνωρίσιμης επώνυμης τσάντας. Πολλές από τις μπουτίκ μόδας και τα κοσμηματοπωλεία της πόλης βρίσκονται στη Γέφυρα του Ριάλτο και στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Σήμερα λειτουργούν στην πόλη τα αριστοκρατικά καταστήματα Louis Vuitton και Ermenegildo Zegna.
Koυζίνα
Η Βενετσιάνικη κουζίνα χαρακτηρίζεται από τα θαλασσινά, αλλά περιλαμβάνει επίσης κηπευτικά από τα νησιά της λιμνοθάλασσας, ρύζι από τα ηπειρωτικά, κυνήγι και πολέντα. Η Βενετία συνδυάζει τοπικές παραδόσεις με μακρινές επιρροές από χιλιετείς εμπορικές επαφές. Mεταξύ αυτών είναι η sarde in saor (σαρδέλες μαριναρισμένες για να διατηρούνται για μακρινά ταξίδια), risi e bisi (ρύζι, αρακάς και ζαμπόν), fegato alla Veneziana (Βενετσιάνικο συκώτι), ριζότο με σουπιά μαυρισμένο από το μελάνι, cicchetti (ραφινάτoι και γευστικοί μεζέδες παρόμοιοι με τα tapas), antipasti (ορεκτικά) και prosecco (ένα αφρώδες λευκό κρασί). Ακόμη η Βενετία είναι φημισμένη για το bisato (μαριναρισμένο χέλι), για τα χρυσαφένια ωοειδή μπισκότα baicoli και για διάφορους τύπους γλυκών, όπως το pan del pescatore (ψωμί του ψαρά), μπισκότα με μύγδαλο και φυστίκι, μπισκότα με τηγανητή Βενετσιάνικη κρέμα ή τα bussolai (μπισκότα και κουλουράκια βουτύρου σε σχήμα S ή δαχτυλιδιού) από το νησί Μπουράνο, fregolotta (ένα τραγανό κέικ με μύγδαλα), πουτίγκα γάλακτος rosada και μπισκότα από κίτρινο σιμιγδάλι (zaleti).
Γυαλί
Η Βενετία είναι γνωστή για τα έργα της από περίτεχνο γυαλί, γνωστό ως Βενετσιάνικο γυαλί. Είναι παγκοσμίου φήμης για την πολυχρωμία, την κομψότητα και τη δεξιοτεχνία τους. Πολλά από τα σημαντικά χαρακτηριστικά αυτών των αντικειμένων είχαν αναπτυχθεί από το 13ο αιώνα. Προς το τέλος του το κέντρο της Βενετσιάνικης υαλουργίας μεταφέρθηκε στο Μουράνο. Βυζαντινοί τεχνίτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Βενετσιάνικου γυαλιού, μιας τέχνης για την οποία η πόλη είναι πασίγνωστη. Όταν η Κωνσταντινούπολη λεηλατήθηκε από την Δ΄ Σταυροφορία το 1204 μερικοί φυγάδες τεχνίτες ήρθαν στη Βενετία. Αυτό επαναλήφθηκε όταν οι Οθωμανοί πήραν την Κωνσταντινούπολη το 1453, παρέχοντας στη Βενετία ακόμη περισσότερους υαλουργούς. Οι Βενετσιάνοι τεχνίτες είχαν αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο χρώμα και τη διαφάνεια του γυαλιού τους και είχαν εξοικειωθεί με μια ποικιλία διακοσμητικών τεχνικών. Παρά τις προσπάθειες να κρατηθούν μέσα στη Βενετία οι Βενετσιάνικες τεχνικές υαλουργίας, αυτές έγιναν και αλλού γνωστές και γυαλικά Βενετσιάνικου στυλ παράγονταν σε άλλες Ιταλικές πόλεις και άλλες χώρες της Ευρώπης.
Μερικές από τις πιο γνωστές μάρκες γυαλιού στον κόσμο σήμερα παράγονται ακόμα στα ιστορικά εργαστήρια γυαλιού στο Μουράνο. Αυτές είναι οι: Βενίνι, Μπαροβιέρ & Τόζο, Πάουλι, Μιλεβέτρι, Σεγκούζο. Η Μπαροβιέρ & Τόζο θεωρείται μία από τις 100 παλιότερες εταιρίες στον κόσμο, ιδρυμένη το 1295. Ένας από τους διασημότερους τύπους Βενετσιάνικου γυαλιού κατασκευάζεται στο Μουράνο, γνωστό ως γυαλί Μουράνο, που είναι για αιώνες περίφημο προϊόν του Βενετσιάνικου νησιού του Μουράνο. Ευρισκόμενο μακριά από την ακτή της Βενετίας το Μουράνο ήταν εμπορικό λιμάνι ήδη από τον 7ο αιώνα. Το 10ο αιώνα είχε γίνει γνωστό εμπορικό λιμάνι. Σήμερα παραμένει προορισμός τόσο για τουρίστες όσο και για εραστές της τέχνης και των κοσμημάτων.
Καρναβάλι της Βενετίας
Το Καρναβάλι της Βενετίας σχετίζεται άμεσα με τις Βενετσιάνικες μάσκες. Λέγεται ότι ξεκίνησε από μια νίκη της ΄΄Γαληνότατης Δημοκρατίας΄΄, προηγούμενο όνομα της Βενετίας, επί του Πατριάρχη της Ακυληίας, Ούλρικο, το 1162. Για να τιμήσουν αυτή τη νίκη οι κάτοικοι άρχισαν να χορεύουν και να κάνουν συγκεντρώσεις στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Απ’ ότι φαίνεται αυτή η γιορτή άρχισε αυτή την περίοδο και επισημοποιήθηκε την Αναγέννηση. Εντούτοις υπό την εξουσία του Βασιλιά της Αυστρίας τέθηκε πλήρως εκτός νόμου το 1797 και η χρήση των μασκών απαγορεύθηκε αυστηρά.
Μετά από μακρά ανυπαρξία το Καρναβάλι ξαναλειτούργησε το 1979. Η Ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να επαναφέρει την ιστορία και τον πολιτισμό της Βενετίας και επιδίωξε να χρησιμοποιήσει το παραδοσιακό Καρναβάλι ως επίκεντρο των προσπαθειών της. Η ανακατασκευή των μασκών ξεκίνησε ως στόχος κάποιων φοιτητών της Βενετίας για το τουριστικό εμπόριο. Σήμερα περίπου 3 εκατομμύρια επισκέπτες έρχονται στη Βενετία κάθε χρόνο για το Καρναβάλι. Μία από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις είναι ο διαγωνισμός για το “la maschera piu bella” (΄΄την ωραιότερη μάσκα΄΄) το τελευταίο σαββατοκύριακο του Καρναβαλιού που κρίνεται από μια διεθνή επιτροπή ενδυματολόγων και σχεδιαστών μόδας.
Η Μπιενάλε της Βενετίας είναι μια από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις στο καλεντάρι των τεχνών. Το 1893 με επικεφαλής το δήμαρχο της Βενετίας, Ρικάρντο Σελβάτικο, το Δημοτικό Συμβούλιο ψήφισε μια απόφαση στις 19 Απριλίου που καθιέρωνε μια Esposizione bienalle artistica nazionale (διετή έκθεση Ιταλικής τέχνης), που εγκαινιάστηκε στις 22 Απριλίου 1895. Μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι δραστηριότητες της Μπιενάλε διακόπηκαν το Σεπτέμβριο του 1942 αλλά επαναλήφθηκαν το 1948.
Η “Φέστα ντελ Ρεντεντόρε” γίνεται στα μέσα Ιουλίου. Ξεκίνησε ως γιορτή ευχαριστήρια για το τέλος της φοβερής πανώλης του 1576. Δημιουργείται μια γέφυρα από μαούνες που συνδέει τη Τζουντέκα με την υπόλοιπη Βενετία και σημαντικό ρόλο παίζουν τα πυροτεχνήματα.
Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας (Ιταλικά: Mostra Internazionale d’Arte Cinematografica di Venezia) είναι το παλιότερο φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο. Ιδρυμένο από τον Κόμη Τζουζέπε Βόλπι ντι Μιζουράτα το 1932 ως ΄΄Esposizione Internazionale d’Arte Cinematografica΄΄ το φεστιβάλ διεξάγεται από τότε κάθε χρόνο τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου στο νησί Λίντο. Οι προβολές γίνονται στο ιστορικό Παλάτσο ντελ Σίνεμα στη Λουγκομάρε Μαρκόνι. Είναι ένα από τα μεγαλύτερου κύρους κινηματογραφικά φεστιβάλ και τμήμα της Μπιενάλε της Βενετίας.
Πλατεία Αγίου Μάρκου
H Πλατεία του Αγίου Μάρκου (Πιάτσα Σαν Μάρκο) είναι ο κύριος δημόσιος χώρος της Βενετίας, όπου είναι γενικά γνωστή σαν η Πιάτσα. Όλες οι άλλες πλατείες στην πόλη (εκτός από την Πιατσέτα και την Πιατσάλε Ρόμα) λέγονται ΄΄κάμπι΄΄. Η Πιατσέτα (μικρή Πιάτσα) είναι μια επέκταση της Πιάτσα προς τη λιμνοθάλασσα στη νοτιοανατολική γωνία της. Οι δυο χώροι μαζί συγκροτούν το κοινωνικό, θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της Βενετίας. Ένας χαρακτηρισμός της Πιάτσα Σαν Μάρκο, που συνήθως αποδίδεται στο Ναπολέοντα, είναι ΄΄το σαλόνι της Ευρώπης΄΄ (η απόδοση στο Ναπολέονται δεν έχει αποδειχθεί). Είναι ένας από τους λίγους μεγάλους αστικούς χώρους στην Ευρώπη, όπου οι ανθρώπινες φωνές υπερισχύουν των ήχων της μηχανοκίνητης κυκλοφορίας. Στο ανατολικό άκρο της πλατείας δεσπόζει η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Μάρκου.
Η Πιατσέτα ντέι Λεοντσίνι είναι ένας ανοιχτός χώρος στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας, ονομαζόμενη έτσι από τα δύο μαρμάρινα λιοντάρια (που δωρήθηκαν από το Δόγη Αλβίζε Μοτσενίγο το 1722). Πέρα από αυτήν είναι ο Πύργος του Ρολογιού, που ολοκληρώθηκε το 1499 πάνω από μια ψηλή αψίδα εισόδου όπου ο δρόμος γνωστός ως Μερτσερία (κύριος δημόσιος δρόμος της πόλης) οδηγεί μέσω δρόμων με καταστήματα στο Ριάλτο, εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Αριστερά είναι η μεγάλη στοά κατά μήκος της βόρειας πλευράς της Πιάτσα, με τα κτίρια σε αυτή την πλευρά γνωστά ως Προκουράτιε Βέκιε, παλιά επιτροπεία, πρώην κατοικίες και γραφεία των Επιτρόπων του Αγίου Μάρκου, ανώτερων κρατικών αξιωματούχων τον καιρό της δημοκρατίας της Βενετίας.
Χτίστηκαν στις αρχές του 16ου αιώνα. Η στοά πλαισιώνεται με μαγαζιά και εστιατόρια στο ισόγειο με γραφεία από πάνω. Τα εστιατόρια περιλαμβάνουν το περίφημο Καφέ Κουάντρι, που είχε πελάτες τους Αυστριακούς όταν η Βενετία κυβερνιόταν από την Αυστρία το 19ο αιώνα, ενώ οι Βενετσιάνοι προτιμούσαν το Καφέ Φλοριάν, στην άλλη πλευρά της Πιάτσα. Στρίβοντας στο τέλος αριστερά η στοά συνεχίζει κατά μήκος της δυτικής άκρης της Πιάτσα, που ξαναχτίστηκε από το Ναπολέοντα γύρω στα 1810 και είναι γνωστή ως Αλα Ναπολεόνικα (Ναπολεόντια Πτέρυγα).
Έχει, πίσω από τα μαγαζιά, μια επίσημη σκάλα που επρόκειτο να οδηγούσε σε ένα βασιλικό ανάκτορο αλλά σήμερα αποτελεί την είσοδο του Μουσείου Κορέρ. Στρίβοντας πάλι αριστερά η στοά συνεχίζει παρακάτω στη νότια πλευρά της Πιάτσα. Τα κτίρια σ’ αυτή την πλευρά είναι γνωστά ως Προκουράτιε Νουόβε (νέα επιτροπεία) που σχεδιάσθηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα και ολοκληρώθηκαν το 1640.
Το ισόγειο έχει καταστήματα και το Καφέ Φλοριάν, διάσημο καφέ που άνοιξε το 1720 από το Φλοριάνο Φραντσεσκόνι και είχε πελάτες τους Βενετσιάνους, όταν οι μισητοί Αυστριακοί ήταν στο Κουάντρι. Οι ανώτεροι όροφοι προορίζονταν από το Ναπολέοντα για ανάκτορο του θετού γιού του Ευγένιου Μπωαρναί, αντιβασιλιά του στη Βενετία, και σήμερα στεγάζουν το Μουσείο Κορέρ. Απέναντι από την άκρη της στοάς αυτής είναι το Καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου (1156/73, τελευταία αποκατάσταση 1514) που ξαναχτίστηκε το 1912 ΄΄κομ έρα, ντο βέρα΄΄ (όπως ήταν, όπου ήταν) μετά την κατάρρευση του παλιού καμπαναρίου το 1902. Στη συνέχεια η Πιατσέτα ντι Σαν Μάρκο συνδέει τη νότια πλευρά της Πιάτσα με τη λιμνοθάλασσα, έχοντας ανατολικά της το Παλάτι των Δόγηδων και δυτικά τη Βιβλιοθήκη του Τζιάκοπο Σανσοβίνο, που σήμερα στεγάζει τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη.
ΠΗΓΗ:el.wikipedia.org